- ρακοπότηρο
- [ракопотиро] ουσ. о. рюмка, стопка для водки,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ρακοπότηρο — το, Ν μικρό ποτήρι κατάλληλο για ρακή αλλά και για άλλα ηδύποτα … Dictionary of Greek
ρακοπότηρο — το μικρό ποτήρι για ρακί ή άλλα ποτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροπότηρο — το ποτήρι του νερού (πρβλ. κρασοπότηρο, ρακοπότηρο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)